ἀδολεσχικόν

ἀδολεσχικόν
ἀδολεσχικός
prating
masc acc sg
ἀδολεσχικός
prating
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αδολεσχικός — ἀδολεσχικός, ή, όν (Α) [ἀδολέσχης] 1. αυτός που αρέσκεται να φλυαρεί 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδολεσχικόν η φλυαρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”